- ξ(ε)-
- (Μ ξ[ε]-)αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ- ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε- (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ-ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ-αρματώνω). Το μόριο ξε- σχηματίστηκε από τον πρτ. και αόρ. ρ. συνθ. με την πρόθεση έκ, δηλ. αναλογικά προς τον πρτ. και αόρ. ἐξ-έπιπτον / ἐξ-έπεσα τού ἐκ-πίπτω σχηματίστηκε νέος ενεστ. ξε-πέφτω (πρβλ. και ἐξ-έφευγον > ξε-φευγω, ἐξ-επούλησα > ξε-πουλώ). Το μόριο ξ(ε)- χρησιμοποιείται: α) με στερ. σημ. (πρβλ. ξαραχνιάζω, ξαρματώνω, ξελασπώνω). Με αυτήν τη χρήση το μόριο ξ(ε)- δημιούργησε σύστημα σημασιολογικώς αντίθετων λέξεων, δηλ. ένα ρ. σε σύνθεση με το μόριο ξ(ε)- αποκτά την ακριβώς αντίθετη σημ. από εκείνην που είχε ως απλό (πρβλ. βάφω - ξεβάφω, κουμπώνω - ξεκουμπώνω, λέω - ξελέω)β) με επιτ. σημ. (πρβλ. ξεδιαλέγω, ξεγυμνώνω, ξεκαθαρίζω). Στην περίπτωση αυτή, το μόριο ξ(ε)- δίνει ιδιαίτερη έμφαση, επιτείνει τη σημ. τού ρ. με το οποίο συντίθεταιγ) με τη σημ. τού «έξω»: «βγάζω κάτι έξω» ή «βγαίνω ο ίδιος έξω από κάτι» (πρβλ. ξεσπαθώνω, ξεστομίζω, ξεστρατίζω, ξεπορτίζω, ξεβγάζω, ξεμυτίζω, ξεμπρατσώνομαι)δ) με τη σημ. «περνώ» (πρβλ. ξεχειμωνιάζω, ξενυχτώ, ξεμεσημεριάζω, ξεκαλοκαιριάζω). Επιλεγμένα παραδείγματα λέξεων με α' συνθετικό ξ(ε): μσν.-νεοελλ. ξαρματώνω, ξαστοχώ, ξεβγάζω, ξεγλιστρώ, ξεγράφω, ξεγυμνώνω, ξεδιαλέγω, ξεδιαλύνω, ξεδιάντροπος, ξεδίνω, ξεδιπλώνω, ξεδιψώ, ξεθαρρενω, ξεθεμελιώνω, ξεκληρίζωνεοελλ.ξαγναντεύω, ξαγρυπνώ, ξακουστός, ξαλαφρώνω, ξαμολώ, ξανάβω, ξανασαίνω, ξανοίγω, ξαποσταίνω, ξαραχνιάζω, ξασπρίζω, ξαφρίζω, ξεβάφω, ξεβιδώνω, ξεβουλλώνω, ξεβρακώνω, ξεβρομίζω, ξεγελώ, ξεγεννώ, ξεγοφιάζω, ξεδοντιάζω, ξεζουμίζω, ξεθάβω, ξεθυμαίνω, ξεϊδρώνω, ξεκαθαρίζω, ξεκαλοκαιριάζω, ξεκάνω, ξεκαρδίζω, ξεκαρφώνω, ξεκινώ, ξεκλέβω, ξεκόβω, ξεκοιλιάζω, ξεκοκαλιάζω, ξεκολλώ, ξεκουμπώνω, ξεκουράζω, ξεκουρδίζω, ξεκουτιαίνω, ξεκουφαίνω, ξεκρεμώ, ξελαιμιάζομαι, ξελαρυγγιάζομαι, ξελασκάρω, ξελασπώνω, ξελέω, ξελιγώνω, ξελογιάζω, ξεμακραίνω, ξεμαλλιάζω, ξεματιάζω, ξεμεθώ, ξεμένω, ξεμεσημεριάζω, ξεμουδιάζω, ξεμπαρκάρω, ξεμπερδεύω, ξεμπλέκω, ξεμπρατσώνομαι, ξεμπροστιάζω, ξεμυαλίζω, ξεμυτίζω, ξεμωραίνω, ξενοιάζω, ξενοικιάζω, ξεντύνω, ξενυστάζω, ξενυχτώ, ξεπαγιάζω, ξεπαγώνω, ξεπαστρεύω, ξεπατώνω, ξεπεζεύω, ξεπέφτω, ξεπηδώ, ξεπλέκω, ξεπλένω, ξεπληρώνω, ξεποδαριάζω, ξεπορτίζω, ξεπουλώ, ξεπουπουλιάζω, ξεπροβάλλω, ξεπροβοδίζω, ξεριζώνω, ξεσηκώνω, ξεσκαρτάρω, ξεσκεπάζω, ξεσκίζω, ξεσκονίζω, ξεσκουριάζω, ξεσπαθώνω, ξεσπιτώνω, ξεσπώ, ξεστομίζω, ξεστραβώνω, ξεστρατίζω, ξεστρώνω, ξεσυνερίζομαι, ξεσυνηθίζω, ξεσφίγγω, ξετινάζω, ξετρελαίνω, ξετρυπώνω, ξετυλίγω, ξεφεύγω, ξεφλουδίζω, ξεφορτώνω, ξεφουρνίζω, ξεφουσκώνω, ξέφρενος, ξεφτιλίζω, ξεφυλλίζω, ξεφυσώ, ξεφυτρώνω, ξεφωνίζω, ξέφωτο, ξεχαρβαλώνω, ξεχειμωνιάζω, ξεχερσώνω, ξεχορταριάζω, ξεχρεώνω, ξεχτενίζω, ξεχύνω, ξεχωρίζω, ξεψαχνίζω, ξεψυχώ, ξηλώνω, ξημερώνω, ξορκίζω, ξυπνώ.
Dictionary of Greek. 2013.